Το τοπίο του πουθενά ή του κάποτε

Της Μαρίας Αργυροκαστρίτου
Η Κέρκυρα στις δεκαετίες του 70 και του 80, η μικρή μας πόλη. Γλαφυρές ιστορίες μιας ζωής απλής, καθημερινής που κατηφορίζει σαν το γάργαρο νερό σκαλινάδες και καντούνια ως την άκρη της θάλασσας. Φως και άνθρωποι, προστασία και μοναξιά. Το γέλιο, γέλιο παιδικό, διασχίζει αυτό το τοπίο σαν ανάμνηση μιας μακρινής μουσικής που επανέρχεται. Και γίνεται η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο παιδιά, παιδιά που γίνονται τρία με τον αφηγητή – συγγραφέα. Σ’ αυτήν την πόλη, μια πόλη για μας λίγο πιο ιδιαίτερη από κάθε άλλη μικρή μας πόλη, μεγάλωσαν τα παιδιά αυτά.
«Η γνωριμία μας έγινε ένα βροχερό, φθινοπωρινό πρωινό στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς μας. Ήμασταν τα αστέρια της παιδικής αυλής», και τελειώνει «ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούνη»με το θάνατο του Δημήτρη. Ο Δημήτρης είναι ο ήρωας κι ο πρωταγωνιστής. Ταξίδεψε και γύρισε πίσω για το τέλος, κορεσμένος από τους πειραματισμούς της ξενιτιάς. Ο Πάκης είναι αυτός που ονειρεύεται τρελά, αέναα προδομένος, ο αλλοτριωμένος εαυτός του συγγραφέα. Κι ο συγγραφέας, αυτός πρέπει να ενώσει τη γραμμή ανάμεσα στους δυο. Στέκει όπως ο Οιδίποδας μπροστά στη Σφίγγα, αναζητώντας τη λύση του γρίφου, βαστώντας σφιχτά κάτω από τη μασχάλη το τετράδιο με τα παιδικά παιχνίδια κρεμάλας. Στέκει εκεί σαν σκοτεινός ήρωας που στοιχειώνει το παιχνίδι, προκαλώντας τις παιδικές οριζόντιες γραμμές με τις κάθετες, ανατρέποντας σιωπηλά τους ειρμούς. Ο συγγραφέας, ο κατάλληλος σύμμαχος, ο πιο νικημένος από όλους είναι αυτός, θα έλεγε και ο Δημήτρης Χατζής. Ο συγγραφέας θα ανοίξει το δρόμο σ’ αυτό το Πρωτεϊκό παρελθόν παραπλανώντας μας με το κελάρυσμα του γέλιου, με τις καθαρές, αθώες και φωτεινές αφηγήσεις που κυλούν σαν το νεράκι μέσα από τα δάκτυλα και σ’ αφήνουν διψασμένο. Η ματιά του είναι πίσω από τη σκηνή, γιατί «τίποτα δεν αλλάζει τόσο συχνά όσο το παρελθόν, γιατί το παρελθόν επηρεάζει τη ζωή μας, και δεν αποτελείται από αυτά που έγιναν αλλά από εκείνα που πιστεύουμε ότι έγιναν». Ο συγγραφέας μας, μας θυμίζει τους δρόμους προς αυτόν, τον παρελθόντα χρόνο, ως χρόνο παρόντα και μέλλοντα. Ψηλαφίζει την επιστροφή σαν νέο ταξίδι, σαν πρωτόγνωρο πείραμα, σαν στοίχημα, πως αλλιώς, μα με τούτο το βιβλίο. Όπως εξάλλου καταθέτει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου του.
«Κάθε φορά που ξεφύλλιζα μικρός βιβλία αισθανόμουν ένα απαράμιλλο δέος για το περιεχόμενο τους. Ήταν προσωπικά αινίγματα που έπρεπε να ανοίξεις και να ταξιδέψεις στις σελίδες τους. Για να τα ανακαλύψεις όπως τα παιχνίδια κρεμάλας που παίζαμε παιδιά, όπως οι αναμνήσεις που ξετυλίγονται από το πουθενά, όπως τα όνειρα που πρέπει να τα ζήσεις για να τα ερμηνεύσεις, όπως ο θάνατος που πρέπει να τον γευτείς για να τον ορίσεις. Όπως η ίδια η ζωή, που τη ζεις και πάλι τη μαθαίνεις. Παιχνίδια κρεμάλας παίζαμε πολλά, γιατί όχι ένα ακόμα;». Κι όπως ο Σεφέρης, αναζητώντας «τον αφρό της Κίχλης το αγγελικό και μαύρο φως», έτσι και ο Νίκος Παργινός μας φέρνει σιγά και ανεπαίσθητα στο τοπίο του πουθενά ή του κάποτε.
«Και είσαι σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά, τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα, γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά, και το τιτίβισμα των πουλιών. Θα αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί από βοριά και νότο, θα αδειάσουν τα μάτια σου από το φως της μέρας. Πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια;»

(Από την παρουσίαση της "Κρεμάλας" στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2006)

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο "Σκαλιστής" ταξιδεύει στην Αθήνα

Τα όνειρα και τα σκουπίδια

Η ποιήτρια Έφη Μαχιμάρη για "Το Σταυροδρόμι των Ηρώων"