"Κρεμάλα" - Κεφάλαιο 1ο


"Χρειάζονται δυο για να ειπωθεί η αλήθεια.
Ένας να μιλά κι ένας ν’ ακούει"

HENRY DAVID THOREAU

Όπως σχεδόν κάθε βράδυ, έτσι και το προηγούμενο, ο Π_ _ _ς είχε πέσει από νωρίς για ύπνο. Ένιωθε στο κορμί του ένα ασήκωτο βάρος καθ’ όλη τη διάρκεια της χθεσινής μέρας. Ήταν ανίκανος να σηκώσει τα μέλη του, τόσο που ένιωθε να παραλύει σε κάθε του απεγνωσμένη προσπάθεια. Αδυνατούσε να περπατήσει, να κινηθεί, να παρακολουθήσει τηλεόραση ή να διαβάσει ένα βιβλίο. Το μυαλό του είχε νεκρώσει. Ήταν ανέκαθεν αφηρημένος, πόσο μάλλον εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μια απόπειρά του να μου τηλεφωνήσει στάθηκε μοιραία, ώστε να τον αναγκάσει να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί. Έψαξε για το ασύρματο τηλέφωνο κάποια δεύτερα βυθισμένος στο σκοτάδι του, αλλά του κάκου...

Θυμάμαι είχε αγοράσει το ασύρματο τηλέφωνο σε μια από τις συνηθισμένες και αναίτιες τεχνολογικές εξάρσεις του, ως γνήσιος οπαδός της τεχνολογίας. Μου εκμυστηρευόταν μετά παρρησίας, πως το χρειαζόταν για να μπορεί να ελίσσεται άνετα σ’ όλα τα μέρη του διαμερίσματός του, ακόμα και στην τουαλέτα, που άλλωστε ήταν και η μεγάλη αδυναμία του. Συνομιλούσαμε στο τηλέφωνο και τον άκουγα να κατουράει με τις ώρες στην τουαλέτα, αδειάζοντας τη φουσκωμένη κύστη του από τα απομεινάρια των καφέδων που έπινε μανιωδώς όλη την ημέρα, δήθεν για να ξυπνήσει από το μόνιμο λήθαργό του. Εκείνο το τηλέφωνο που συνέχεια το είχε χαμένο, καταχωνιασμένο σε κάποια γωνιά, κάτω από τα αμέτρητα βιβλία του ή τα αδέσποτα ρούχα του, ήταν και πάλι άφαντο. Ποιός ξέρει που το είχε παρατήσει ετούτη τη φορά.
Κάποτε θυμάμαι από τη βιασύνη και την αφηρημάδα του, το είχε ξεχάσει στο φούρνο μικροκυμάτων και πέρασαν κάμποσες ώρες μέχρι να το ξαναβρεί. Για να το ξετρυπώσει, χρειάστηκε να μου κάνει το τραπέζι και να μου μαγειρέψει, γεγονός που αλήθεια είναι δεν το συνήθιζε. Το είχε παρατήσει στο φούρνο εκείνο το αξέχαστο χειμωνιάτικο απόγευμα, σε μια έντονη έξαρση επιπολαιότητας. Του είχε τηλεφωνήσει και τότε η Τασία, μετά από ένα αρκετά μακρύ διάστημα απουσίας κι εκείνος τα έχασε από τη χαρά του, τόσο που ξέμεινε το ακουστικό στο φούρνο…
Τί είχε τραβήξει αλήθεια κι αυτό το τηλέφωνο, ευτυχώς φθηνά την είχε γλιτώσει τότε. Την άλλη, που ήταν έτοιμο για πλύσιμο μαζί με τα άσπρα εσώρουχα του; Μεταξύ μας, ακόμα και με τη σκέψη ότι θα βρισκόμουν στον ίδιο χώρο με τα άπλυτα του Π_ _ η, μου έρχεται ανατριχίλα. Κι εκείνη τη φορά, εγώ το είχα σώσει από του χάρου τα δόντια, τηλεφωνώντας του. Το άκουσε εκείνος να κτυπάει, κοντοστάθηκε και το καλοσκέφτηκε. Κοίταξε πρώτα καλά καλά μέσα στο πλυντήριο για να βεβαιωθεί μήπως το είχε ξεχάσει εκεί
*, αλλά ευτυχώς το ανακάλυψε κάτω από μια λιγδωμένη αθλητική φανέλα του στο παραφουσκωμένο καλάθι με τα άπλυτα. Σταθήκαμε όλοι τυχεροί εκείνο το πρωινό, κι εγώ, κι αυτός, κι η συσκευή.
Καμιά φορά χτυπούσε με τις ώρες όταν του τηλεφωνούσα και γνώριζα πως μέχρι να θυμηθεί που το είχε καταχωνιάσει, θα περνούσαν αρκετά δευτερόλεπτα. Περίμενα καρτερικά στο άλλο άκρο του σύρματος και τον φανταζόμουν να ψάχνει αφηνιασμένος όλο το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη για να το βρει. Ν’ αναστατώνει το σύμπαν, να πετάει βιβλία και ρούχα δεξιά και αριστερά, να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που το αγόρασε, και στο τέλος να πληρώνει τη νύφη και πάλι η δύστυχη Τασία, που ως συνήθως, θα του είχε τηλεφωνήσει και θα του είχε προσθέσει ακόμη μια δόση αφηρημάδας στο ήδη μεγάλο ποσό που διέθετε.
Σε κάθε μεταξύ μας τηλεφώνημα, μετά τους κλασικούς χαιρετισμούς και τις φιλοφρονήσεις, ακολουθούσαν οι δικές μου εικασίες και προβλέψεις για το δωμάτιο που το είχε ξεχάσει εκείνη τη φορά. Πρώτη σε προτιμήσεις ήταν συνήθως η τουαλέτα και ακολουθούσε η κουζίνα. Κρατούσα μάλιστα και μια αναλυτική κατάσταση με στατιστικά στοιχεία, τα οποία συνεχώς ανανέωνα με περισσό ενδιαφέρον σε κάθε τηλεφωνική επαφή μας. Ήταν τόσο αξιόπιστα τα στοιχεία που διέθετα, που τα χρησιμοποιούσε ακόμα κι εκείνος, για να ιεραρχήσει τους χώρους που θα έπρεπε να ψάξει για να το εντοπίσει. Όταν έχανε το ακουστικό, με αναζητούσε στην τηλεφωνική γραμμή για να με συμβουλευτεί κι εγώ άνοιγα τις σημειώσεις μου και τον βοηθούσα. Το έβρισκε στο τελευταίο μέρος που έψαχνε, ίσως γιατί δεν γίνεται και διαφορετικά, μια κι αν βρεις αυτό που θέλεις, δεν συνεχίζεις να ψάχνεις (πράγμα που δεν μπορώ να πω ότι ίσχυε απόλυτα για τον Π_ _ η, διότι πολλές φορές το κρατούσε στο χέρι και το έψαχνε μανιωδώς).
Άλλοτε πάλι, όταν μαζευόμασταν όλη η υπόλοιπη παρέα σε κάποιο σπίτι για να παρακολουθήσουμε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση ή καμιά ανιαρή ταινία, στοιχηματίζαμε για το χώρο που θα το είχε ξεχάσει και του τηλεφωνούσαμε, χωρίς σοβαρό λόγο, μόνο και μόνο για να δούμε ποιος θα πλήρωνε τις μπύρες ή τις πίτσες που θα προμηθευόμασταν.
Σιχαινόταν την ανοικτή ακρόαση, του την έδινε όταν του μιλούσαν μερικοί έτσι και πείσμωνε τόσο πολύ, που αν δεν του έκαναν το χατίρι να ανασηκώσουν το ακουστικό, τους το έκλεινε κατάμουτρα. Θεωρούσε τη συνομιλία στο τηλέφωνο προσωπική υπόθεση, κάτι το ιερό, ήθελε ο συνομιλητής του να είναι ο μόνος που θα τον άκουγε, λες και θα του μαρτυρούσε κάποιο τεράστιο μυστικό ή θα του άνοιγε την ψυχή του. Όλο μαλακίες πάντως λέγαμε από το τηλέφωνο. Ίσως γι’ αυτό να ήταν τόσο επιφυλακτικός σε τελική ανάλυση. Όποτε πάντως θεωρούσε μεγάλη ανάγκη κάποια συνομιλία και δεν έβρισκε το μονίμως χαμένο ακουστικό, αναγκαζόταν, θέλοντας και μη, να χρησιμοποιήσει την ανοικτή ακρόαση, πράγμα που γινόταν συνεχώς, μια και το ακουστικό ήταν μονίμως χαμένο.

Το προηγούμενο βράδυ λοιπόν, η συσκευή ήταν αρκετά μακριά για να αποφασίσει να κινηθεί, δεν το σκέφτηκε καν. Έτσι τα παράτησε. Ίσως, αν το είχε κάπου εκεί κοντά του, δίπλα του, να λέγαμε δυο τρεις κουβέντες πριν αγκυροβολήσει στο συνηθισμένο νυχτερινό καταφύγιό του, αλλά χθες δεν ήταν γραφτό. Πείσθηκε πως δεν είχε τα κότσια για τίποτα εκείνο το βράδυ, όπως άλλωστε και σχεδόν κάθε βράδυ. Είχαμε πει να βγούμε, αλλά δεν ευτυχίσαμε. Τα μάτια του δεν συμμορφώνονταν στις εντολές του εγκεφάλου. Το κρεβάτι ήταν η μόνη θεραπεία για να τονωθεί και να πάρει δυνάμεις. Ξεντύθηκε με νωχελικές κινήσεις και εμπειρικά έπεσε στο κρεβάτι. Κείτονταν εκεί λοιπόν για κάμποσες ώρες, μέσα στα σκεπάσματα, στη ζεστασιά του παπλώματος.
Του άρεσε ο χειμώνας, το κρύο και η παγωνιά. Από παιδί είχε άχτι το χιόνι θυμάμαι, μα ο καιρός, λες επίτηδες, δεν του έκανε το χατίρι να τον ευχαριστήσει. Θα έπρεπε να ζούσε αλλού, στην Ελβετία λόγου χάρη ή στη Ρωσία. Θα ήταν ευτυχισμένος μόνο και μόνο γι’ αυτό. Αλλά η θεά τύχη του έπαιξε άσχημο παιχνίδι και τον έστειλε εδώ, όπου το χιόνι κάνει την εμφάνισή του σπάνια, αν όχι ποτέ, στα Επτάνησα και στην Κέρκυρα.
Θυμάμαι ακόμα τόσο έντονα, σαν να το ζούσα μόλις χθες, μια χρονιά που με είχε φιλοξενήσει στο πατρικό του σπίτι, στο χωριό, πάνω στο βουνό, στις πλαγιές του Παντοκράτορα, εκείνα τα λευκά Χριστούγεννα που παίζαμε, παιδιά ακόμα, στο χιόνι. Κάναμε σαν τρελοί από τη χαρά μας. Τα χέρια μας είχαν κοκαλώσει, δεν τα νιώθαμε, τα πόδια μας το ίδιο. Αισθανόμασταν τόσο παράξενα και πρωτόγνωρα, αφού το χιόνι το ξέραμε μόνο από τις φωτογραφίες και την τηλεόραση. Είχαμε παραλύσει, αλλά δεν λέγαμε να σταματήσουμε τον χιονοπόλεμό μας. Του έχει μείνει πάντως ακόμα αυτή η παράλυση και η βαρεμάρα, λες κι εκείνη η χιονισμένη μέρα αποτελούσε σημαδιακή χρονική υπόσταση στη ζωή του με απροσδόκητες και σημαντικότατες προεκτάσεις. Τώρα που το θυμάμαι, νιώθω ακόμα και σήμερα κάποιες τύψεις, γιατί στον χιονοπόλεμο τον είχα λιανίσει. Από τότε, έχω ένα βάρος στη συνείδησή μου, μήπως και η αιτία της μόνιμης αφηρημάδας του ήμουν εγώ κι εκείνες οι ξεγυρισμένες χιονόμπαλές μου, αλλά μάλλον όχι, αφού, ακόμα και πριν από εκείνα τα χιονισμένα Χριστούγεννα, διατηρούσε αυτό το αφηρημένο αλλοπρόσαλλο ύφος του εξωγήινου.

Δεν πέρασαν πολλά λεπτά από την απόσυρσή του στα ενδότερα του κρεβατιού του, όταν άρχισε να επιδίδεται, με περισσό αν μη τί άλλο, ταλέντο σ’ αυτό που ξέρει ίσως καλύτερα από τον καθένα, στο να ονειρεύεται…
Ήταν λέει… μεγάλος μεγιστάνας κι έκανε διακοπές στην Ελβετία το καταχείμωνο. Βρισκόταν σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο και ο ξενοδόχος έκανε το παν για να τον ευχαριστήσει, με το αζημίωτο βέβαια. Γι’ αυτό άλλωστε και του είχε δώσει την καλύτερη σουίτα, τον είχε μπουχτίσει στις γαστρονομικές απολαύσεις και τον είχε πλαισιώσει μ’ ένα τσούρμο αισθησιακές προκλητικές γυναίκες. Ελβετίδες ήταν, Γαλλίδες, Γερμανίδες, δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αφού ο Π_ _ _ς δεν γνωρίζει ούτε γαλλικά, ούτε γερμανικά.
Κάποτε, είχαμε βάλει στόχο και οι δυο μας να μάθουμε γαλλικά. Όταν ήμασταν παιδιά δεν αξιωθήκαμε για κάτι τέτοιο, αλλά στα εικοσιέξι, μας ήρθε ξαφνικά η όρεξη. Ήταν τότε που γνωρίσαμε δυο μικροκαμωμένες γαλλιδούλες, ένα φθινοπωρινό βράδυ, σε μια παρατεταμένη έξοδό μας, σε ένα απόμερο μπαρ του Ύψου. Είχαμε διαπιστώσει τότε, μετά από μερικές ώρες μαζί τους, τον ερωτισμό της γλώσσας, και την απόλαυση να την ακούς και ας μην την καταλαβαίνεις. Πόσο μάλλον, αν θα την καταλάβαινες… Έτσι, τολμήσαμε την εκμάθηση. Δεν αντέξαμε όμως και πολύ. Ο Π_ _ _ς δεν τα πήγαινε καλά με την ορθογραφία και γω τα πήγαινα καλά με την καθηγήτρια, τόσο, που σταμάτησα να παρακολουθώ τα μαθήματα και προτίμησα τα ιδιαίτερα στο σπίτι της. Απέκτησα τουλάχιστον μια καλή προφορά στα γαλλικά, μια και η σχέση μου μαζί της δεν κράτησε και πολύ. Εκείνος τα αντιπάθησε, αφού η καθηγήτρια προτίμησε εμένα αντί γι’ αυτόν. Τα έφτιαξε όμως με μια συμμαθήτριά μας και άρχισαν μαζί παρακολουθήσεις στα γερμανικά, για να ξεφύγει το μυαλό του από την σκέψη μας. Για κακή του τύχη όμως, τα έφτιαξε η μικρή με τον καθηγητή των γερμανικών και έτσι δεν συμπάθησε ούτε τα γερμανικά, που και σ’ αυτά κατά διαβολική σύμπτωση, η ορθογραφία παρέμενε γρίφος.
Ίσως, γι’ αυτόν τον λόγο να του έχουν καρφωθεί στο μυαλό οι γαλλίδες και οι γερμανίδες. Γι’ αυτό ίσως και να υπέθεσε πως τα κορίτσια του τρίτου ονείρου κατάγονταν από κει. Έπαιζαν τόμπολα ξαπλωμένοι σε μια βελέντζα, δίπλα στο τζάκι. Τόμπολα; Πώς του ήρθε η τόμπολα τώρα; Αμφιβάλω αν γνωρίζει καν πως παίζεται. Τέλος πάντων. Κι εκεί που επιτέλους τελείωνε η παρτίδα, εκεί που ετοιμαζόταν για άλλου είδους παιχνίδια, εκείνη τη στιγμή που ένιωθε τα χάδια και τα φιλιά των κοριτσιών στο κορμί του, άκουσε το ξυπνητήρι που πάντα είχε στο προσκεφάλι του να ωρύεται. Ήταν κιόλας 07:15.

* τον είχαν ζώσει τα φίδια γιατί του είχε τηλεφωνήσει και τότε η Τασία.

Απόσπασμα από την "Κρεμάλα" του Νίκου Παργινού - Εκδόσεις "Άγκυρα"

Σχόλια

  1. το εύρημα της κρεμάλας είναι ιδιαίτερα ευφυές και ελκυστικό προς τον αναγνώστη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πολύ όμορφο το απόσμασμα νίκο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν το βρίσκωωωωωω!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σαν ένα από τα βιβλία που με συντρόφευσαν στις φετινές διακοπές μου, το συστήνω ανεπιφύλακτα. Εξαιρετικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο "Σκαλιστής" ταξιδεύει στην Αθήνα

Τα όνειρα και τα σκουπίδια

Η ποιήτρια Έφη Μαχιμάρη για "Το Σταυροδρόμι των Ηρώων"