Ο Χρήστος Χωμενίδης για "To Tάγμα της ελπίδας"
Ομιλία του συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη
στα πλαίσια της παρουσίασης
του νέου βιβλίου του Νίκου Παργινού "Το Τάγμα της ελπίδας"
στην Έκθεση Βιβλίου Κέρκυρας
στα πλαίσια της παρουσίασης
του νέου βιβλίου του Νίκου Παργινού "Το Τάγμα της ελπίδας"
στην Έκθεση Βιβλίου Κέρκυρας
Μ’ αρέσει πάρα πολύ που έχει όλο και περισσότερο κόσμο. Ίσως είναι και οι άνθρωποι που έρχονται στην πόλη της Κέρκυρας από τις περιοχές που καίγονται, δυστυχώς καίγεται όλο το νησί απ’ ότι μαθαίνουμε. Έχω μια διαφωνία κατ’ αρχήν με τους διοργανωτές της έκθεσης, μου λένε φεστιβάλ, μου λένε έκθεση, για ένα μείζον πολιτιστικό γεγονός, εγώ νομίζω πως είναι ένα πανηγύρι του βιβλίου, όσο πιο απλά το αντιμετωπίσουμε, όσο πιο απλά το δούμε, ως εκδήλωση, τόσο καλύτερα και για μας και για το βιβλίο το ίδιο, το οποίο δεν υπάρχει κανένας λόγος να το έχουμε σε καμιά προθήκη ή μ’ ένα φωτοστέφανο καλυμμένο, το φωτοστέφανο είναι εσωτερικό και βγαίνει από τις σελίδες του ή δεν υπάρχει καθόλου.
Το συγκεκριμένο βιβλίο του Νίκου Παργινού είναι μεγάλης έκτασης, 670 σελίδες περίπου, σε πάρα πολύ ωραίο όμως σχήμα που θυμίζει τους κλασικούς τόμους της νεοελληνικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Εστία της γενιάς του ’30. Ο Νίκος λοιπόν προτάσσει σε κάθε κεφάλαιο μια φράση, ένα motto, ένα απόφθεγμα, και είναι πολυσυλλεκτικότατος, δηλαδή έχει αποφθέγματα αρχαίων τραγικών, του Ευριπίδη αν θυμάμαι καλά σε ένα κεφάλαιο ή του Σοφοκλή και του Αρκά, του ανθρώπου με το πιο έντονο χιούμορ στην Ελλάδα. Έχει και διάφορα που τα αποδίδει σε ανωνύμους, προφανώς είναι δικά του. Το μόνο το οποίο δεν έχει είναι αυτό που χαρακτηρίζει προφανώς τον ίδιο ως άνθρωπο και ως συγγραφέα και το οποίο αποδίδεται μεν στον Καρλ Μαρξ αλλά νομίζω ότι είναι πολύ παλαιότερο: «Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Έχουμε λοιπόν έναν πολυπράγμονα άνθρωπο ο οποίος έχει τελειώσει το Πολυτεχνείο, σχεδιάζει, φτιάχνει σκηνικά, σκιτσάρει, δουλεύει ως μηχανικός στο Δήμο Κερκυραίων και παράλληλα είναι και συγγραφέας. Και έχουμε κι ένα νησί γύρω του το οποίο από το λίγο που το γνωρίζω, που το έχω γευτεί εγώ κι από το πολύ περισσότερο που το ξέρετε εσείς, είναι γεμάτο, βρίθει, ξεχειλίζει από ιστορία. Νομίζω ότι είναι βεβαίως η Ελλάδα ως τόπος που παρήγαγε ιστορία εξ αρχαιοτάτων χρόνων, λένε μάλιστα γενικότερα για τα Βαλκάνια ότι ανέκαθεν παρήγαγαν περισσότερη ιστορία απ’ όση μπορούσαν να καταναλώσουν. Αυτό κατεξοχήν ισχύει για την Ελλάδα και νομίζω και για την Κέρκυρα στην οποία περπατώντας βλέπεις την ιστορία σε κάθε δεύτερη γωνιά.
Η πρώτη μου επισήμανση σχετικά με το βιβλίο του Νίκου Παργινού είναι ότι καταφέρνει να βγάλει την Ιστορία από τα μουσεία κι από τις προθήκες και από μια αίσθηση απόστασης και να τη φέρει στην καθημερινότητα. Δηλαδή αυτό που κάνει μεταξύ των άλλων, είναι ότι μας δίνει την αίσθηση ότι είμαστε κομμάτι μιας ροής γεγονότων, μιας ροής σχέσεων, οι οποίες ξεκινάνε από πολύ μακριά στο χρόνο και πηγαίνουν πολύ - πολύ μακριά στο μέλλον. Κι εμείς, ως ζώντα υποκείμενα του σήμερα, αποτελούμε κομμάτι, ένα κυματισμό αν θέλετε σ’ αυτό το ποτάμι του οποίου οι ρίζες εικάζονται και οι εκβολές αγνοούνται. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, δηλαδή πως αντιλαμβάνεται την ιστορία, παρούσα, την φέρνει κοντά μας, της δίνει σάρκα και οστά και την κάνει ταυτόχρονα και ζουμερή και τραγανή.
Η πρώτη μου επισήμανση σχετικά με το βιβλίο του Νίκου Παργινού είναι ότι καταφέρνει να βγάλει την Ιστορία από τα μουσεία κι από τις προθήκες και από μια αίσθηση απόστασης και να τη φέρει στην καθημερινότητα. Δηλαδή αυτό που κάνει μεταξύ των άλλων, είναι ότι μας δίνει την αίσθηση ότι είμαστε κομμάτι μιας ροής γεγονότων, μιας ροής σχέσεων, οι οποίες ξεκινάνε από πολύ μακριά στο χρόνο και πηγαίνουν πολύ - πολύ μακριά στο μέλλον. Κι εμείς, ως ζώντα υποκείμενα του σήμερα, αποτελούμε κομμάτι, ένα κυματισμό αν θέλετε σ’ αυτό το ποτάμι του οποίου οι ρίζες εικάζονται και οι εκβολές αγνοούνται. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, δηλαδή πως αντιλαμβάνεται την ιστορία, παρούσα, την φέρνει κοντά μας, της δίνει σάρκα και οστά και την κάνει ταυτόχρονα και ζουμερή και τραγανή.
Το δεύτερο σημείο το οποίο θέλω να επισημάνω σε σχέση με το μυθιστόρημα αυτό… καταλαβαίνετε έχω ορισμένες μερικές παρατηρήσεις που θα μπορούσανε να λειτουργήσουνε ως κατευθύνσεις ανάγνωσης. Προφανώς εσείς θα κάνετε τις δικές σας όταν το διαβάσετε, ή όταν το διαβάσατε, αν το έχετε ήδη διαβάσει, διότι αυτό που είναι το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε ανάγνωση ενός βιβλίου είναι μοναδική και το βιβλίο δεν ολοκληρώνεται τη στιγμή που θα γράψει ο συγγραφέας τη λέξη «τέλος» αλλά τη στιγμή που θα το διαβάσει ο κάθε αναγνώστης. Οι δικές μου επισημάνσεις αφορούν τη δική μου ανάγνωση. Η δεύτερη επισήμανση, λοιπόν, σ’ ότι αφορά στην πρωτοτυπία του Τάγματος του ελπίδας, είναι ότι ο ήρωας και ο περίγυρός του, αν θεωρήσουμε ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ο Ορέστης και οι φίλοι του, οι φίλες του, οι συγγενείς του, οι γονείς του, ο περίγυρός του, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είναι εκ πρώτης όψεως καθημερινοί. Το λέει μάλιστα ο συγγραφέας συστήνοντας τον Ορέστη, λέει: «είναι ένας πολύ κανονικός άνθρωπος που δουλεύει σε ένα πολυκατάστημα ηλεκτρικών ειδών που κι εγώ ο ίδιος απορώ γιατί αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί του, να στήσω ένα ολόκληρο βιβλίο γύρω από αυτόν». Είναι χαρακτηριστικό της πολύ νεωτερικής λογοτεχνίας αυτό, δηλαδή ότι παίρνει έναν καθημερινό άνθρωπο και τον αναδεικνύει ως κέντρο του κόσμου και ως κέντρο ενός ολόκληρου δικού του κόσμου. Ξέρετε, για πάρα πολλούς αιώνες προκειμένου να καταστήσεις, να αναδείξεις μια μορφή ως κεντρικό ήρωα της αφήγησής σου, αυτή η μορφή θα έπρεπε να είναι πορφυρογέννητη, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, αν όχι αυτοκρατορικής οικογένειας, να έχει κάποιες περγαμηνές, ακόμα και σε πολύ κλασικούς ήρωες οι οποίοι θα μπορούσαν να αυτενεργήσουν εντελώς, βάζει ο δημιουργός ή απαιτεί η παράδοση ή το πόπολο να έχουνε γαλάζιο αίμα. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Οιδίποδας, ο οποίος αν το καλοσκεφτείτε, όλη του η ζωή είναι ενός αυτοδημιούργητου, είναι ένας παλικαράς ο οποίος πηγαίνει, τσαμπουκαλεύεται με τον βασιλιά των Θηβών, τον σκοτώνει, λύνει το αίνιγμα και ανεβαίνει στον θρόνο. Είναι κατ’ εξοχήν μορφή αυτοδημιούργητη ο Οιδίπους, ωστόσο πρέπει για τις ανάγκες μιας αριστοκρατικής αντίληψης των πραγμάτων να πούμε ότι είναι γιος του βασιλιά της Κορίνθου. Όλοι πρέπει να είναι βασιλόπουλα. Αυτό το οποίο κάνει ο Παργινός, είναι ότι σου λέει, αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους διαλέγω εκ πρώτης όψεως δειγματοληπτικά, οι οποίοι δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα, που θα περνάγανε δίπλα μας και δεν θα τους ρίχναμε μια δεύτερη ματιά, αυτοί οι άνθρωποι είναι μικροί πρίγκιπες και μικρές πριγκίπισσες. Και νομίζω ότι εδώ έχουμε μια ιδέα του, μια πίστη του, μια πεποίθησή του, ότι ο κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο, τον οποίο υπό συγκεκριμένες συνθήκες, αν ευνοεί δηλαδή η ροή των πραγμάτων θα εκδηλώσει, θα αναπτύξει και θα χαρεί κι αυτός και οι γύρω του. Άρα η δεύτερη μου επισήμανση είναι ότι το βιβλίο είναι βαθιά δημοκρατικό και ότι δίπλα μου κάθεται ένας γνήσιος δημοκράτης.
Η τρίτη μου επισήμανση αφορά στο εύρημα του βιβλίου, το οποίο εύρημα όταν μου το διηγήθηκε ο Νίκος, πριν διαβάσω το βιβλίο, του λέω δηλαδή, αυτό που έγραψες είναι μια παραλλαγή του ποιήματος του Καββαδία με το μαχαίρι, όπου υπάρχει ένα μαχαίρι που πηγαίνει από κάτοχο σε κάτοχο και εν πάση περιπτώσει αποδεικνύεται μοιραίο για όλους. Στην περίπτωση του «Τάγματος της Ελπίδας» δεν έχουμε μαχαίρι, έχουμε έναν πίνακα, έναν πίνακα ο οποίος είναι κλειδί του μυστηρίου, είναι μια σκυτάλη που διατρέχει τους αιώνες, είναι ένα άλλοθι για να μας ξεναγήσει ο συγγραφέας σε διαφορετικά περιβάλλοντα τοπικά και χρονικά και είναι και ένα μυστήριο. Κατά τη δική μου αντίληψη, εδώ πέρα υπάρχει μια παραβολή. Διότι ασχολείται πάρα πολύ ο Νίκος Παργινός και οι ήρωές του με το ποιος είναι ο ζωγράφος του πίνακα αυτού και πότε έχει φιλοτεχνηθεί και υπό ποιες συνθήκες. Ο πονηρεμένος αναγνώστης ξέρετε τι συμπέρασμα θα βγάλει μετά από όλα αυτά; Ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία ούτε ποιον παριστάνει ο πίνακας, ούτε ποιος τον έχει ζωγραφίσει, ούτε πότε τον έχει ζωγραφίσει, ούτε ποιες είναι οι «μαγικές» ιδιότητες του πίνακα. Σημασία έχει ο ίδιος ο πίνακας, ο οποίος θαμπώνει όποιον τον βλέπει, διότι ο πίνακας είναι η τέχνη. Κι όταν κοιτάμε πίσω ή δίπλα από την τέχνη ουσιαστικά έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Η τέχνη είναι το μέγα μυστήριο το οποίο εμπεριέχει και την απάντησή του, όπως και ο Θεός. Με αυτήν την έννοια μας στήνει μια παγίδα ο Νίκος Παργινός και αφήνει σε μας να βγάλουμε ως αβγό του Κολόμβου την απάντηση. Η απάντηση δεν είναι πίσω ή πέρα από τον πίνακα, η απάντηση στο ερώτημα είναι ο ίδιος ο πίνακας, είναι η ίδια η τέχνη.
Η τέταρτη και τελευταία επισήμανσή μου είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο επιστρέφει και εντάσσεται στο ρεύμα της τελευταίας εικοσαετίας, που ύστερα από πειραματισμούς που κατέληξαν μάλλον σε αδιέξοδα, η λογοτεχνία επιστρέφει στη χαρά και τη μαγεία της αφήγησης. Δηλαδή αυτό το οποίο τελικά μας ενδιαφέρει πρώτα από όλα είναι το βιβλίο να διαβάζεται, να γοητεύει, να θέλεις να γυρίσεις σελίδες, κάθε φράση να οδηγεί στην επόμενη, να μην είσαι ένας μελετητής ο οποίος κάθεται σε ένα γραφείο και αγκομαχάει για να τελειώσει το βιβλίο, αλλά να είσαι ένα παιδί, να μπορεί να σε ξανακάνει το βιβλίο ένα παιδί το οποίο ταξιδεύει μαζί του. Αυτό όχι ως μια εύκολη παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά, αλλά ως ένα παραμύθι το οποίο έχει δύναμη να φωτίζει την πραγματικότητα την οποία ζούμε, ο καθένας από μας, να μας κλονίζει τις βεβαιότητες τις οποίες έχουμε σε σχέση με τον εαυτό μας και τη γύρω ζωή και ενδεχομένως να τις ανατρέπει κιόλας. Γιατί κατά την γνώμη μου, η τέχνη, ότι κι αν λέμε, έχει μια κατάρα και μια ευλογία. Η κατάρα της τέχνης είναι να είναι διακοσμητική. Η ευλογία της είναι να είναι ανατρεπτική.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου