Η Γυναίκα της Βορινής κουζίνας
Ομιλία του συγγραφέα Νίκου Παργινού
στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου
στην Κέρκυρα την Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012
Αγαπητοί φίλες & φίλοι.
Είναι μεγάλη η χαρά και η συγκίνησή μου, που βρίσκομαι σήμερα εδώ, σε τούτον τον ιδιαίτερο χώρο, ανάμεσα σ’ όλους εσάς τους φίλους της ανάγνωσης και του βιβλίου, και δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που εκτιμώ αφάνταστα, την Ελένη Γκίκα. Και είναι μεγάλη τιμή για μένα, να έχω τη δυνατότητα να πω δυο λόγια για την Ελένη και το νέο της βιβλίο «Τη γυναίκα της βορινής κουζίνας». Πριν όμως αναφερθώ στο βιβλίο, θα ήθελα, να πω μερικά πράγματα για την Ελένη Γκίκα, τον άνθρωπο που γνώρισα και γνωρίζω από κοντά.
Η Ελένη Γκίκα, η πολυδιάστατη δημιουργός, η ποιήτρια, η συγγραφέας, η κριτικός λογοτεχνίας, η δημοσιογράφος, είναι, όπως και να το κάνουμε, μια ξεχωριστή γυναίκα. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους, που όταν τους συναντάς από κοντά σε κερδίζουν μονομιάς. Και πιστέψτε με, δεν χρειάζονται πολλά για να νιώσεις ετούτη τη μαγική αίσθηση. Αυτή η γοητεία που εκπέμπει φαίνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στον τρόπο που σου μιλά, στον τρόπο που εκφράζεται, που σε ακούει, που σε παρατηρεί, στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την παρουσία σου. Αυτή η διαφορετική γοητεία της είναι που σε συγκλονίζει, αν τύχει και βρεθείς κοντά της. Σαν να ξεπηδά μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων που έχει γράψει, σαν στίχος από τα αέρινα ποιήματά της, σαν συνονθύλευμα και απόσταγμα κάθε ηρωίδας και ήρωα που ενσάρκωσε διαβάζοντας, απροστάτευτη και ευάλωτη από τη μια, εύθραυστη μα συνάμα και τόσο δυνατή από την άλλη, ικανή να ξεπεράσει τα πάντα. Η Ελένη μοιάζει να προσεγγίζει τα πράγματα και τις καταστάσεις με τούτον τον ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που φαίνεται πως τη συνοδεύει παντού. Εκπέμπει μια φωτεινή αύρα που δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητη. Μια αύρα που καλύπτει την κοινή ατμόσφαιρα καθώς βρίσκεσαι δίπλα της και σε παρασύρει θέλεις δεν θέλεις στον υπέροχο κόσμο της. Τον κόσμο της γραφής, της ανάγνωσης, τον κόσμο των βιβλίων. Άλλωστε, η Ελένη είναι τόσο χαρισματική που δεν χρειάζεται μολύβι και χαρτί για να γράψει. Είναι ζωντανή απόδειξη, πως η ποίηση και η δημιουργία δεν είναι απόμακρη και μακρινή. Κι εμένα, αυτό με συγκινεί και με συγκλονίζει ταυτόχρονα. Με συγκινεί γιατί βλέπω πως υπάρχει ζωντανή η σπίθα της ελπίδας που συντροφεύει τον κάθε καλλιτέχνη στο πρόσωπό της. Και με συγκλονίζει, γιατί μπαίνοντας σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο της γραφής, συναντώντας τέτοιους ανθρώπους, δεν έχεις πολλές επιλογές, παρά να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις.
Σήμερα, όμως είμαι χαρούμενος και για έναν άλλο λόγο. Γιατί, ως άνδρας, καλούμαι να μιλήσω για ένα βιβλίο που είναι αφιερωμένο και αποτελεί ύμνο για τη γυναίκα. Ξέρετε, για αιώνες ολόκληρους, εμείς οι άνδρες αδυνατούσαμε να αποδεχθούμε την ανωτερότητα του γυναικείου φύλου σε πολλά και διάφορα θέματα. Αρνούμασταν ακόμα και να ασχοληθούμε διεξοδικά μαζί τους, πέρα από τα σαρκικές απολαύσεις εμμένοντας στην καταπίεση τους και την αδιαφορία. Δεν είναι τυχαίο πως ο Αριστοτέλης θεωρούσε π.χ. πως οι γυναίκες έχουν λιγότερα δόντια από τους άνδρες. Αν και παντρεύτηκε δυο φορές, ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό να επαληθεύσει αυτή του τη θεωρία, ελέγχοντας τα στόματα των συζύγων του. Ποιος, ο Αριστοτέλης! Με τον καιρό, βέβαια, άλλαξε η συμπεριφορά των ανδρών. Έβλεπαν ότι η επιρροή της γυναίκας στην εξέλιξη της ιστορίας ήταν, αν μη τι άλλο, καθοριστική. Κάθε πόλεμος έκρυβε πίσω του μια από δαύτες. Κι αρχίσαμε να ονοματίζουμε τους τυφώνες με γυναικεία ονόματα. Γιατί; Γιατί έρχονταν καταπάνω μας θερμοί και υγροί κι έφευγαν με σπίτια και αυτοκίνητα, όπως και οι γυναίκες. Επιχειρήσαμε να τις κατανοήσουμε, να τις καταλάβουμε. Μα κι εκεί αποτύχαμε. «Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που ακόμα κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, έλεγε ο Φρόυντ, πως είναι: “τι θέλει μια γυναίκα;”»
Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας» αποτελεί, λοιπόν, ένα ζωγραφικό εργαστήρι, που επιχειρεί να προσεγγίσει τη γυναίκα μέσα από τις λεπτομέρειες της καθημερινότητάς της. Μας αναγκάζει να μπούμε στο ρόλο της, να νιώσουμε αυτά που βιώνει, αυτά που ποθεί κι ονειρεύεται. Σκόπιμα η συγγραφέας αναφέρεται στα πρόσωπα τριών γυναικών, τόσο διαφορετικών μα και τόσο ίδιων που θα μπορούσαν να είναι και το ίδιο πρόσωπο. Εύρημα του βιβλίου, αναμφίβολα αυτή η σκιώδης και ακαθόριστη λεπτομέρεια που ακολουθεί τη ματιά του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάθε κεφάλαιο ξεδιπλώνει και κάτι νέο, που μας καλεί να εισχωρήσουμε όλο και πιο βαθιά στην ιδιοσυγκρασία τους, και μας καλεί να επιλύσουμε διαφορετικά κάθε φορά το ενδεχόμενο τα τρία πρόσωπα να είναι αντανακλάσεις του ίδιου καθρέπτη. Η Ελένη, μέσα από το βιβλίο της επιχειρεί να εξυμνήσει τις γυναίκες όλου του κόσμου. Ως γυναίκα, ξέρει την ψυχοσύνθεση τους, ξέρει τον κόσμο τους. Γράφει για τις αγωνίες και τα όνειρά τους, τα λάθη και τις ορθές επιλογές τους, μας ξεναγεί στη διαδρομή της πορείας τους στο χώρο και τον χρόνο και μας κάνει μέτοχους της αυτοκριτικής τους διάθεσης να φωτίσουν τις σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς τους. Φορά το καλό της φόρεμα γράφοντας, και υποδύεται τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του βιβλίου της με μαεστρία. Άλλοτε στη βορινή κουζίνα, άλλοτε στο ανατολικό γραφείο, άλλοτε στον δυτικό καθρέπτη. Μα το βιβλίο της Ελένης, επιτρέψτε μου να πω, είναι συνάμα και μια καταγγελία. Μια διαμαρτυρία της σύγχρονης γυναίκας που αγωνίζεται να συνδυάσει τις επιδιώξεις και τα όνειρα με τη στυγνή πραγματικότητα, το παρελθόν με το μέλλον, τη ζωή με το θάνατο. Μια παθιασμένη κατάθεση ψυχής, μια ομολογία για το δράμα, τις πληγές, το σκοτάδι, τις φοβίες, τα βάσανα, τις οδύνες, τα κρίματα, τα χαμένα όνειρα. Κι ένα γυναικείο ξόρκι, από αυτά που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά ψιθυριστά και ξορκίζουν τους αρρωστημένους εφιάλτες χαρίζοντας ελπίδα.
Το βιβλίο μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Η Ελένη χρησιμοποιεί άλλοτε λιτή και άλλοτε περίτεχνη γλώσσα για να μας παραπλανήσει και να μας καθηλώσει στο στόχο της. Να μπούμε στο πετσί του ρόλου της, να υποδυθούμε θέλουμε δεν θέλουμε τη γυναίκα που μεταλλάσσεται όπως και η γραφή της, από το ζενίθ στο ναδίρ, από το φως στο σκοτάδι, από το παρόν στο παρελθόν και το μέλλον, από την φυλακή στην ελευθερία, από την καταδίκη στη δικαίωση. Και η Ελένη δεν μένει εκεί. Χρησιμοποιεί ακόμα ένα τέχνασμα για να χρυσώσει το χάπι της ανάγνωσης και να καταστήσει το βιβλίο ακόμα πιο ελκυστικό. Φιλοσοφεί αριστοτεχνικά ενσωματώνοντας στο κείμενό της στοχασμούς πληθώρας ανθρώπων του πνεύματος, παίζοντας με τις λέξεις, απαντώντας στα ερωτήματα με νέες ερωτήσεις ακόμα πιο επιτακτικές και κρίσιμες. Κι αυτή είναι και η παγίδα που μας στήνει, αν μου επιτρέπετε, να σας αποκαλύψω. Μας καλεί να την ακολουθήσουμε σε τούτο το παιχνίδι, σε τούτο το φιλοσοφικό μονοπάτι, αν θέλουμε να αποκαλύψουμε τα μυστικά της γραφής της, και θέλοντας και μη, ντυνόμαστε τη στολή, το φόρεμά της, αυτό που μας δώρισε για να αντικρίσουμε τις γυμνές αλήθειες της.
Ένας μεγάλος γνωμικογράφος, ο Δημήτρης Καμπούρογλου, έλεγε χαριτολογώντας, ότι αποδεικνύεται περίτρανα πως οι γυναίκες προορίστηκαν να διευθύνουν το σπίτι τους από τον… ορνιθώνα, ο οποίος λέγεται κοτέτσι κι όχι κοκορέτσι… «Εδώ στην κουζίνα της», λοιπόν, γράφει η Ελένη, «μια ζωή παίζονται όλα. Χαρές και λύπες, γεννητούρια και θάνατοι, δύση και αυγή. Και χώρεσε. Όλη της τη ζωή χώρεσε ετούτη η ολόδική της Βορινή Κουζίνα. Ο ναός της και ο τάφος της. Η δύση της, που κάποτε υπήρξε ανατολή». Ποια είναι λοιπόν, εν τέλει αυτή η γυναίκα που απελπισμένα αναζητεί την ταυτότητά της, με αριθμούς και γράμματα χαράζει κάθε μέρα την εξίσωση της ζωής, υπομένει τα πάντα στο περιθώριο του εγκλωβισμού της και λαχταρά εκείνες της καταχωνιασμένες επιθυμίες που κρατά βαθιά ξεχασμένες τόσα χρόνια; Είναι η γυναίκα που παλεύει με τη χίμαιρα του χρόνου, αυτή που παλεύει με την απώλεια κι αντιστέκεται, δεν παραδίδεται στον τρόμο του θανάτου παρότι θρηνεί για ό,τι έχασε.
Μια μεγάλη βρετανίδα συγγραφέας, η Τζην Ρυς, έλεγε πως για τη γυναίκα, η πείνα να είναι όμορφη και η δίψα να αγαπηθεί είναι η πραγματική κατάρα της Εύας. Έλεγε όμως και κάτι άλλο. Το διάβασμα μας κάνει όλους μετανάστες. Μας παίρνει μακριά από τα σπίτια μας, αλλά το σπουδαιότερο, μας βρίσκει σπίτια παντού.
Δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως έζησα πραγματικά το νέο βιβλίο της Ελένης, καθώς επιχειρούσα να δω με τα μάτια των ηρωίδων του τον κόσμο. Κι η απόμακρη για μας τους άνδρες γυναικεία φύση, σελίδα τη σελίδα, έγινε ακόμα πιο προσιτή. Τόσο πολύ, που ένιωσα ετούτη η βορινή κουζίνα να είναι η κουζίνα του δικού μου σπιτιού. Σας προσκαλώ να τολμήσετε να γευτείτε το άρωμα που αναδύεται από εκείνη. Άλλωστε, η Ελένη, γράφει για απαιτητικούς αναγνώστες κάθε φορά.
Σας ευχαριστώ.
Βιβλίο γραμμένο με "καρδιά"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό απόγευμα.