Ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός για τον "έρωτα" του Νίκου Παργινού
Η Εκκλησία μπορεί να συναντήσει τον κόσμο. Αυτή την εντύπωση έχω κάθε φορά που διαβάζω ένα μυθιστόρημα, ένα άρθρο στην εφημερίδα, ένα βιβλίο, ακόμη κι όταν παρακολουθώ μία συζήτηση είτε στην τηλεόραση είτε αλλού. Κείμενα και συζητήσεις, γραπτός και προφορικός λόγος, αφορμές επικοινωνίας για τα ουσιώδη, κάτι που τόσο λείπει από την εποχή μας.
Κι αυτό διότι έχουμε μάθει να είμαστε απλοί καταναλωτές, κυρίως πληροφοριών και λιγότερο ιδεών. Καταναλώνουμε μάλιστα τα προϊόντα που επιλέγουμε είτε από ματαιοδοξία είτε παρασυρμένοι από την κάθε είδους μόδα, χωρίς αυτά να καλύπτουν κάποια ανάγκη μας. Σε τι μπορεί να συναντήσει η Εκκλησία τον κόσμο; Μα στις κύριες ανάγκες του και να τις νοηματοδοτήσει. Όχι να τις καλύψει, γιατί αυτό είναι η εργασία του καθενός από εμάς. Ούτε για να τις υποκαταστήσει στο όραμα της αιωνιότητας, της Βασιλείας των Ουρανών, ασχολούμενη με τα μετά τον θάνατο. Αυτό είναι μία λανθασμένη αντίληψη για την αποστολή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, γι’ αυτόν που θα συζητήσει μαζί της, δίνει ένα άλλο νόημα στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει τις ανάγκες του. Πρωτίστως του ζητά να μην τις καλύπτει εγκλωβισμένος στον εαυτό του, αλλά να έχει πάντοτε κατά νουν την συνάντηση με τον άλλο. Τις ανάγκες του άλλου. Και σ’ αυτό τον άλλο δεν κάνει διάκριση, ούτε φύλου, ούτε θρησκευτικής παράδοσης, ούτε γλώσσας, ούτε πατρίδας, ούτε χρώματος. Ακόμη κι αν κάποιοι, επικαλούμενοι το όνομα της Εκκλησίας, θέλουν να μας πείσουν για το αντίθετο, η όποια καπηλεία δεν εκφράζει την Εκκλησία.
Γιατί σας λέω όλα αυτά; Για να δούμε μαζί ότι ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τον έρωτα, μιλάει για την κύρια ανάγκη του ανθρώπου. Κι αυτή η ανάγκη έγκειται στο να δώσει και να πάρει. Να μοιραστεί και να σηκώσει σταυρούς. Να μη μείνει στην απόλαυση του σώματος, αλλά να προχωρήσει στη συνάντηση της ύπαρξής Του με τον Άλλο. Όπως λέει η σύγχρονη Κλινική Ψυχολογία, με τη φωνή του Ζακ Λακάν, ενός μεγάλου ψυχαναλυτή, «το λογικό υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Άλλου». Χωρίς σχέση, η ζωή μας δεν έχει νόημα. Αλλά και χωρίς αγάπη, η σχέση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία βιολογική ανάγκη, που ικανοποιείται απρόσωπα και τυφλά, χωρίς να δίνει στον άνθρωπο την προοπτική της ανόδου της ψυχής και χωρίς να επιτρέπει τη γέννηση του υποκειμένου, του προσώπου του, που μόνο μέσα από τον τόπο του Άλλου μπορεί να αναδυθεί. Αυτό σημαίνει ότι μόνο όταν κοινωνείς τη ζωή στο πρόσωπο του άλλου, όταν βλέπεις τον εαυτό σου, το χαρακτήρα σου, τα θετικά και αρνητικά σου πρόσημα, αλλά και τα κριτήρια των επιλογών σου, τις αντοχές σου, με μία λέξη, την ταυτότητά σου, μπορείς να είσαι «λογικό υποκείμενο», για την Εκκλησία «πρόσωπο».
Αυτή η θεώρηση δεν μπορεί εύκολα να συναντηθεί με τον super market έρωτα της εποχής μας. Γιατί σήμερα ως έρωτας βαφτίζεται η επιθυμία. Ο πόθος που ικανοποιείται και σβήνει χωρίς να γίνει πάθος, η ανεύθυνη προσέγγιση της σχέσης που έχει απολέσει κάθε ιερότητα και ομορφιά, αλλά είναι απλώς ένα δικαίωμα του ανθρώπου, το οποίο ικανοποιείται όπως η πείνα ή οι ανάγκες για ενδυμασία, κατοικία, ψυχαγωγία, μόρφωση. Μα δεν είναι ο έρωτας μία από τις ανάγκες του ανθρώπου, αλλά η Ανάγκη. Χωρίς τον έρωτα δεν έχει νόημα η ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και ο αληθινός έρωτας δεν περνάει με τον καιρό, αλλά γίνεται αγάπη, ζυγός, ευλογία και μυστήριο, η αφετηρία δημιουργίας λογικού υποκειμένου και ταυτότητας για τους δύο και ο ερχομός στον κόσμο καινούριων υπάρξεων, οι οποίες αποτελούν όχι απλώς τη συνέχεια του ανθρώπινου γένους ή την εκπλήρωση της αποστολής του καθενός μας σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά εικόνες Θεού, πλάσματα τα οποία καλούνται με τη σειρά τους να αγαπήσουν, να μοιραστούν, να γίνουν λογικά υποκείμενα, να βρούνε το Θεό.
Για την Εκκλησία αυτή θα παραμείνει η θεώρηση του έρωτα. Και γι’ αυτό δεν φοβάται να μιλήσει και για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό και να την περιγράψει ως «θείο έρωτα». Ο Θεός προσκάλεσε τον άνθρωπο σε σχέση. Αυτή η πρόσκληση δόθηκε στον άνθρωπο από την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας και δεν ανακαλείται ούτε ακυρώνεται όσο κι αν ο άνθρωπος δεν θέλει να ανταποκριθεί σ’ αυτήν. Ακόμη κι αν ο καθένας μας περιφρονεί την αγάπη του Θεού, αποτυγχάνοντας, δηλαδή αμαρτάνοντας, να είναι κοντά Του και να αντλεί ζωή από Εκείνον, ο Θεός δεν παύει να αγαπά τον άνθρωπο, να είναι ερωτευμένος με την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ο Νυμφίος μας, όπως η Εκκλησία τον αποκαλεί.
Ο φίλος μου ο Νίκος Παργινός αποφάσισε να συνεχίσει την απόπειρά του στο χώρο της συγγραφής. Μετά την «Κρεμάλα» του, χρέος προς το φίλο του Δημήτρη, θέλησε να μας διηγηθεί μικρές ερωτικές ιστορίες στα πλαίσια μιας μεγάλης. Αυτής του Γιώργου και της Μαργαρίτας, μιας σχέσης ενταγμένης στο κλίμα και τη νοοτροπία της εποχής μας. Ο συγγραφέας διηγείται, χρησιμοποιώντας ως πρωτοπρόσωπο αφηγητή τον φίλο του Γιώργου Νίκο, τόσο την ιστορία του Γιώργου και της Μαργαρίτας, δύο ερωτευμένων ανθρώπων που η σχέση τους κλονίζεται από λεπτομέρειες στις οποίες κανείς δεν θέλει να κάνει πίσω, από την αναποφασιστικότητα του Γιώργου, σημείο που αποτυπώνει τη στάση πολλών ανδρών της εποχής μας, οι οποίοι δεν θέλουν να αναλάβουν μέχρι το τέλος στην ευθύνη στον έρωτα και που κλονίζονται ιδίως τη στιγμή που μαθαίνουν για ένα απρογραμμάτιστο γεγονός, όπως είναι μια εγκυμοσύνη ή μια οικονομική ή άλλη δυσκολία, όσο και άλλες ιστορίες στην προσπάθεια του αφηγητή-ήρωα να παρηγορήσει το φίλο του και να τον βοηθήσει να πάρει τις αποφάσεις του.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδες σε κάθε κεφάλαιο διάφορες ρήσεις διάσημων συγγραφέων και άλλων προσώπων, πάνω στις οποίες δομεί, με αρκετή επιτυχία το περιεχόμενο των κεφαλαίων του. Στα ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί σε ρομαντικές, ΒΙΠΕΡΙΚΕΣ θα λέγαμε, περιγραφές των ερωτικών ιστοριών που αφηγείται, αλλά χρησιμοποιεί μία γλώσσα ρεαλιστική, ενίοτε και πεζή, χωρίς όμως να εμμένει στη σαρκικότητα. Αποφεύγει έτσι έναν ανούσιο ρομαντισμό, αλλά και τη λαγνεία στην περιγραφή, και, τελικά, καταφέρνει να δώσει όμορφα τα μηνύματα τα οποία ανήκουν στις προθέσεις της συγγραφής. Δε διστάζει να μιλήσει για τον έρωτα από τη μεριά των αντρών της εποχής μας. Να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο οι άντρες αρχικά βλέπουν τις σχέσεις, συνήθως ως αφορμή ικανοποίησης της φιληδονίας, χωρίς τη διάθεση για αληθινό μοίρασμα. Αποτυπώνει στα κεφάλαια του μυθιστορήματος το πέρασμα του έρωτα με το πέρασμα του καιρού, τη ρηχότητα των σχέσεων που δεν έχουν διαπροσωπική υπόσταση, αλλά κινούνται στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας», τα προβλήματα που ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει στην προσπάθειά του να σχετιστεί και που έχουν να κάνουν με το όλο κοινωνικό και πνευματικό πλαίσιο ή την απουσία του (η πρόταξη της καριέρας, η έννοια της κτητικότητας, η απουσία της αληθινής αγάπης, η περιστασιακότητα). Οι περισσότερες σχέσεις που καταγράφει είναι συναντήσεις προσώπων που αναζητούν ταίρι, γνωρίζοντας και ζώντας μόνο τον τρόπο της σαρκικότητας. Όταν όμως βρούνε αυτόν ή αυτή που μπορεί να γίνει άνθρωπός τους, δεν είναι έτοιμοι να αγωνιστούν να κρατήσουν τη σχέση, δεν μπορούν να νικήσουν το «εγώ» τους, να περάσουν στο «εμείς», με αποτέλεσμα ο έρωτας να διαλύεται και η μοναξιά να κυριαρχεί.
Ο συγγραφέας μιλά συχνά για τη φιλία. Ιδίως ανάμεσα στους άντρες η φιλία είναι σταθερή αξία. Η διάρκειά της ξεπερνά τη διάρκεια του έρωτα, ακόμη και του πιο μεγάλου. Γιατί η φιλία επιτρέπει την εξ αποστάσεως παρατήρηση της ζωής του άλλου, είναι παρηγοριά και μοίρασμα, χωρίς την ευθύνη που ο έρωτας πάντοτε απαιτεί. Και ο άντρας, ιδιαίτερα σήμερα, φοβάται την ευθύνη της σχέσης. Γνωρίζει ότι και οι γυναίκες έχουν αλλάξει. Δεν είναι διατεθειμένες να υποταχθούν στην αγάπη, αλλά διεκδικούν, απαιτούν, διώχνουν, ενίοτε και κυνηγούν. Γι’ αυτό και πολλοί άντρες σήμερα δειλιάζουν μπροστά στη σχέση. Φοβούνται το χωρισμό και το πλήγωμα. Ή, από την άλλη, έχουν στο νου τους το παραδοσιακό πρότυπο του άντρα που έχει τη γυναίκα στο σπίτι να τον περιμένει, να θυσιάζεται για το καλό των παιδιών, και που ο ίδιος μπορεί ελεύθερα να κάνει τις μικρές ή μεγάλες απιστίες του, αρκεί να γυρίσει στο σπίτι. Αυτό το πρότυπο σήμερα μάλλον τείνει να εξισωθεί. Το ίδιο δικαίωμα θεωρεί ότι έχει και η γυναίκα, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός της μοναξιάς να κυριαρχεί. Γιατί όταν δεν έχεις διάθεση να αναλάβεις ευθύνες, να δώσεις, να υποχωρήσεις, να ανεχτείς, να συνυπάρξεις, ακόμη και να θυσιάσεις, χάριν του έρωτα, τότε μόνο ο εγωισμός κυβερνά τη ζωή σου, με δεδομένη συνέπεια τη μοναξιά.
Ο συγγραφέας αναφέρει για το βιβλίο του ότι «το πιο ωραίο πράγμα στο γράψιμο δεν είναι ο κόπος που κάνει κανείς για να τοποθετήσει τη μια λέξη δίπλα στην άλλη... αλλά τα ίδια τα προκαταρκτικά. Έτσι άλλωστε συμβαίνει και στον ίδιο τον έρωτα. Η ηδονή της εκκίνησης. Το ίδιο το σκάψιμο των θεμελίων που αποτελεί την απαρχή των πρώτων σκέψεων. Όλα εκείνα που χρειάζονται για να υποδεχθούν το συγγραφικό οικοδόμημα. Η προπαρασκευή. Κι αυτό είναι μια δουλειά που γίνεται σιωπηλά, κάτω από οποιασδήποτε συνθήκες, με ή χωρίς πίεση. Είναι η περίοδος της κύησης» (σελ. 260). Εδώ όμως ακριβώς βρίσκεται και το κλειδί για να μην περάσει ο έρωτας. Παιδί του έρωτα είναι η αγάπη. Και η αγάπη μένει, «ουδέποτε εκπίπτει». Όπως όμως για να μεγαλώσεις ένα παιδί, χρειάζεται ευθύνη, κόπος, λαχτάρα, θυσία, αξίες, ποιότητα εντός σου, έτσι και για να μεγαλώσει το παιδί του έρωτα, η αγάπη, χρειάζονται τα ίδια, ευθύνη, κόπος, λαχτάρα, θυσία, αξίες, ποιότητα εντός μας.
Στο σημείο αυτό έγκειται ο προβληματισμός μου, όχι μόνο για τα όσα καταθέτει ο συγγραφέας, αλλά για την εποχή μας. Η Εκκλησία μπορεί να συναντήσει τον κόσμο. Δεν ξέρω όμως τελικά κατά πόσον ο κόσμος μπορεί να συναντήσει την Εκκλησία. Ίσως φταίει το ψευδές είδωλο που ο κόσμος νομίζει ότι είναι η Εκκλησία. Αυτή που διδάσκει μία στείρα ηθικολογία. Που υπάρχει για να ελέγχει τη ζωή του και να του στερεί την ηδονή. Που τον απειλεί με την κόλαση. Που δεν θέλει τελικά κανέναν έρωτα, αλλά μόνο το γάμο. Και εκεί, το μόνο που διδάσκει είναι υπομονή, ακόμη κι αν ο έρωτας έχει περάσει, μόνο και μόνο γιατί «ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μή χωριζέτω». Δεν είναι όμως έτσι.
Η Εκκλησία προσεύχεται, αγωνίζεται, κηρύττει έναν κόσμο συνάντησης ανθρώπου και συνανθρώπου, ανθρώπου και Θεού. Και για την Εκκλησία ο αληθινός άνθρωπος γεννιέται από την αγάπη, με την αγάπη και στην αγάπη. Και ο μοναδικός ορισμός του Θεού στην Καινή Διαθήκη είναι «ο Θεός αγάπη εστί». Εδώ έγκειται και η ευθύνη μας, η οποία δεν θα έχει αποτέλεσμα, αν δε συναντηθεί με τη δική σας καλή διάθεση. Για να κατανοήσουμε ότι στο χέρι μας είναι ο έρωτας να μην περάσει, αλλά να γίνει αγάπη. Και για την αγάπη αξίζει να αγωνιζόμαστε, σε πείσμα της εποχής μας, που μιλά, περιγράφει και ζει τους εύκολους και διαλύσιμους έρωτες.
Ο Νίκος έκανε τη δεύτερη επίσημη συγγραφική του απόπειρα. Διαβάζοντάς τον χαίρεται κανείς με το δικό του ιδιότυπο χιούμορ, με την ικανότητά του να πλάθει ιστορίες, με την ειλικρίνειά του, που όποιος τον ζει, την διαπιστώνει όχι μόνο στα γραπτά του. Του εύχομαι, κλείνοντας, ο δικός του έρωτας να μην περάσει με τον καιρό, αλλά να γίνεται αγάπη, όπως επίσης και το «πικραμύγδαλό του» (σελ. 31) «να καταπραΰνει μέσω των φαρμακευτικών του ιδιοτήτων την ανίατη ασθένεια της μοναξιάς και της πλήξης».
Ομιλία του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Παργινού
"Με τον έρωτα περνάει ο καιρός με τον καιρό περνάει ο έρωτας"
στην Κέρκυρα το Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου