ΣΙΓΑ, ΡΕ ΦΙΛΕ!


Ομιλία στην παρουσίαση του μυθιστορήματος "Σιγά, ρε φίλε" της Μάρως Λεονάρδου
στην Κέρκυρα, το Σάββατο 1 Νοεμβρίου στο Cafe Persona Grata.

Φίλες & φίλοι.

Με μεγάλη χαρά και ιδιαίτερη τιμή βρίσκομαι απόψε εδώ, στο πλευρό μιας καταξιωμένης και γνωστής δημοσιογράφου και συνάμα μιας αναγνωρισμένης, πλέον, συγγραφέως για να σας παρουσιάσουμε μαζί το νέο της βιβλίο, που φέρει τον τίτλο: «Σιγά, ρε φίλε!». Και νιώθω πραγματικά τυχερός που μου δίνεται και πάλι η δυνατότητα να συναντήσω ανθρώπους που αγαπούν το βιβλίο και την ανάγνωση και να καταθέσω και τη δική μου ταπεινή άποψη, γι’ αυτό, το νέο της δημιούργημα.

«Τα δεσμά του γάμου είναι τόσο βαριά… που χρειάζονται δυο για να τα κουβαλήσουν, συχνά και τρεις», υποστήριζε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Αλέξανδρος Δουμάς. Εκείνοι δε, που δεν τα πάνε και τόσο καλά με τη θρησκεία θεωρούν πως: η Εκκλησία, μην μπορώντας να καταργήσει τον έρωτα, θέλησε τουλάχιστον να τον… απολυμάνει, επινοώντας το μυστήριο του γάμου. Ο Δουμάς, πάντως, έλεγε και κάτι άλλο, πως: «Ο έρωτας είναι θέμα φυσικής κι ο γάμος θέμα χημείας». Ένας καλός μου φίλος και συμμαθητής, Κερκυραίος, γιατρός, καλή του ώρα, βλέποντας το θέμα καθαρά επιστημονικά το πήγε ακόμα παραπέρα, θεωρώντας, με αρκετή δόση χιούμορ, βέβαια, πως: «Η χημεία του έρωτα ξεκινά οργανική κάθε φορά και καταλήγει πάντα ανόργανη». Εγώ, από την άλλη, θεωρώ, πως η ιδέα του γάμου, ειδικά στις μέρες μας, είναι μια πράξη ηρωισμού, μια πράξη που, για να μιλήσουμε και λίγο λογοτεχνικά, επιχειρεί να διασκευάσει ένα πανέμορφο ποίημα, αυτό της αγάπης, σ’ ένα πεζογράφημα, αυτό του γάμου. Κι όπως και να το κάνουμε, οι διασκευές έχουν και τις παρενέργειές τους. Για όλα αυτά, λοιπόν, για την αγάπη και τον κόπο του γάμου, τη φυσική και τη χημεία του έρωτα, την οικογενειακή ζεστασιά και την ψυχρολουσία της αιώνιας δέσμευσης, τη λογοτεχνική διασκευή του έρωτα και της αγάπης στο πεζογράφημα της οικογενειακής μας καθημερινότητάς, μιλά σε τούτο το νέο βιβλίο της η Μάρω Λεονάρδου. Και το πραγματοποιεί, όπως ξέρει καλύτερα ίσως από τον καθένα, δημοσιογραφικά, κάνοντας στην ουσία αποκαλυπτικό ρεπορτάζ στην ερωτική ζωή των σύγχρονων ελληνίδων, προσφέροντάς μας έναν διαφορετικό οδηγό με κανόνες επιβίωσης στη ζούγκλα των ερωτικών σχέσεων του σήμερα, καμουφλαρισμένο κατάλληλα για τις ανάγκες της σύγχρονης λογοτεχνίας, σ’ ένα εύπεπτο και ευανάγνωστο μυθιστόρημα. Κι αποδεικνύεται περίτρανα πως έχει το θάρρος και την τόλμη, να μας μιλήσει για πράγματα που οι περισσότεροι προτιμούν να σιωπούν και να παραβλέπουν.

Ξέρετε, η πρώτη συμβουλή που μας δίνουν απλόχερα, όλοι, ανεξαιρέτως, όταν επιχειρούμε να παντρευτούμε, να ανοίξουμε σπίτι, να φτιάξουμε οικογένεια, είναι να βρούμε τον κατάλληλο ή την κατάλληλη, τον σωστό άνθρωπο, όπως λένε χαρακτηριστικά. Είναι, υποτίθεται, το μυστικό που κρύβεται πίσω κάθε πετυχημένο γάμο. Προσεκτική επιλογή του «εγώ» που θα ενωθεί με το δικό μας για να γίνουμε «εμείς». Των «θέλω» που θα ενωθούν με τα δικά μας για να γίνουν τα «θέλω μας». Σύμφωνοι. Ξεχνάμε, όμως, ίσως το πιο βασικό. Δεν ωφελεί να βρούμε τον σωστό άνθρωπο και να τον παντρευτούμε. Είναι εξίσου απαραίτητο να είμαστε κι εμείς παράλληλα ο σωστός άνθρωπος,  αυτός που θα αξίζει να βρεθεί για να τον παντρευτούν. Κι αυτό το βιβλίο, όσο κι αν ακούγεται παράξενο αυτό που θα σας πω, είναι έτσι γραμμένο, ώστε να μας δώσει μια ιδέα και να μας προετοιμάσει, για όλα όσα θα κληθούμε να συναντήσουμε εκεί έξω περιπλανώμενοι συναισθηματικά, επιχειρώντας να καταβάλλουμε το θεριό της ερωτικής μας ολοκλήρωσης. Και το κάνει, χωρίς να οχυρώνεται πίσω από αυθεντίες και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Παίρνει ως αφορμή κομμάτια από τον σύγχρονο τρόπο ζωής μας, τις καθημερινές μας παραστάσεις και τα όσα βιώνουμε, και με όπλο την αιχμηρή και χωρίς περιστροφές γλώσσα επιχειρεί να προσεγγίσει το σήμερα για να μας μεταδώσει αποκαλυπτικές εμπειρίες και βιώματα. Μην με ρωτάτε, αν καταφέρνει να μας αποκαλύψει το περιβόητο μυστικό. Το μυστικό που όλοι λαχταρούμε να μάθουμε, αυτό της επιτυχημένης σχέσης ή του επιτυχημένου γάμου. Δεν νομίζω ότι το καταφέρνει, μα ξέρετε γιατί; Γιατί κατά τη γνώμη μου, το μυστικό μιας επιτυχημένης σχέσης ή ενός επιτυχημένου γάμου παραμένει ακόμα μυστικό.

Αρχίζοντας να διαβάζω το βιβλίο, δεν σας κρύβω πως… απογοητεύτηκα. Από τον φαινομενικά επιθετικό, προς τον ανδρικό πληθυσμό, τίτλο, από το καλαίσθητο εξώφυλλο με την όμορφη γυναίκα, το ροζ τριαντάφυλλο και τα χρήματα, μέχρι το κεντρικό στόρι, που λίγο πολύ δεν ξέφευγε από τα γνωστά στερεότυπα. Οφείλω να σας ενημερώσω, πως δεν είμαι φανατικός οπαδός της αμιγούς γυναικείας λογοτεχνίας, παρότι αποτελεί, ίσως, το πιο παραγωγικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, αφού το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα, είναι, ως επί το πλείστον… γυναίκες. Κι η πρώτη εντύπωση, ήταν πως επρόκειτο για ένα συνηθισμένο ελαφρό βιβλίο με ηρωίδα μια ταλαίπωρη γυναίκα που εξιστορεί τις ερωτικές περιπέτειές της αποζητώντας πρώτιστα παρηγοριά σ’ άλλες τυραννισμένες γυναίκες που δηλώνουν έτοιμες να ταυτιστούν μαζί της και διαθέσιμες να διαβάσουν τις περιπέτειές της ως αναγνώστριες. Ακόμα και η πρωτοπρόσωπη γραφή της Μάρως, ή εκείνο το «αγαπητές μου», η συγγραφική αναφορά μέσα στο κείμενο σε αναγνώστριες, με ώθησε στο να πιστέψω το αρχικό μου ένστικτο. Το ίδιο το βιβλίο όμως, βάλθηκε, σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο, να με διαψεύσει.

Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, μια 45χρονη εκπαιδευτικός, καθηγήτρια Γαλλικών, συγγραφέας παιδικών παραμυθιών και ραδιοφωνική παραγωγός, το alter ego της συγγραφέως λέω εγώ, σύζυγος και μητέρα δυο γιων στην εφηβεία, που αποφασίζει να δώσει επιτέλους τέλος στον ανέραστο πολυετή γάμο της και να ξεκινήσει μια νέα οδύσσεια για να βρει τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτά της. Συζυγικές απιστίες, σχέσεις σε κρίση, προσωπικές ανάγκες και μεγαλεπήβολα παραμυθένια όνειρα, βάσιμες ή όχι ελπίδες στο βωμό ερωτικών ισοζυγίων, κοινωνικά κατάλοιπα και επικοινωνιακές ταμπέλες, συντροφικές περιπλανήσεις και εναλλαγές συναισθημάτων, και μια ενδόμυχη πεποίθηση, πως όλα ετούτα, αποτελούν κομμάτι μιας τυπικής αλυσίδας που θα κατέληγε στο τέλος να δαιμονοποιήσει, ως συνήθως, τους έρμους τους άνδρες, απαξιώνοντας κάθε πράξη και ενέργειά τους, ως ένα ακόμα θηλυκό μανιφέστο στην αμιγώς γυναικεία υπόθεση της ροζ λογοτεχνίας. Έλα όμως, που το ίδιο το βιβλίο βάλθηκε να με διαψεύσει και να μου βροντοφωνάξει… «σιγά, ρε φίλε!»

Καλογραμμένο, χωρισμένο σε μικρά και ευανάγνωστα κεφάλαια, με ξεχωριστό ρόλο και σκοπό στην αφήγηση, κυλά σ’ αυτό το αναμενόμενο τέμπο μέχρι το δεύτερό του κομμάτι, εκεί που νιώθεις πως… επαναστατεί κι αποδεικνύει, πως όλα τα παραπάνω που υπολόγιζες για δαύτο, δεν ισχύουν. Η ηρωίδα μεταφέρεται πλέον στο παρασκήνιο από το προσκήνιο, και οι συμπρωταγωνιστές της αναλαμβάνουν τη σκυτάλη καταθέτοντας την άποψη της άλλης πλευράς, τόσο σε σχέση με την κεντρική ηρωίδα όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους καθημερινούς ήρωες του βιβλίου. Κι αυτό το εύρημα, η αποκάλυψη, το μυστικό, αν θέλετε, του βιβλίου είναι που το κάνει, κατά την ταπεινή μου άποψη, ξεχωριστό και διαφορετικό. «Δεν υπάρχει σωστή και λάθος άποψη για τη ζωή, απλώς… διαφορετική», καταλήγει η Μάρω Λεονάρδου στο βιβλίο της, και έχει, μεταξύ μας, απόλυτο δίκιο, πόσο μάλλον για τον γάμο και τις ανθρώπινες σχέσεις.

Η Μάλρνεν Ντήτριχ, η γνωστή Γερμανίδα ηθοποιός, υποστήριζε πως: «Οι περισσότερες γυναίκες θέλουν σώνει και καλά να αλλάξουν τον άνδρα, κι όταν τον αλλάξουν, δεν τους αρέσει εκείνος πια». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Αμερικανίδα ευθυμογράφος, Έλεν Ρόουλαντ, που έλεγε χαριτολογώντας πως: «Ένας σύζυγος είναι ό,τι απέμεινε από τον γκόμενο μετά την απονεύρωση». Την ίδια ώρα, είναι επιτρέψτε μου, επιστημονικά τεκμηριωμένο, πως οι γυναίκες προτιμούν τους άνδρες που τις παίρνουν και δεν τις καταλαβαίνουν, από τους άνδρες που τις καταλαβαίνουν χωρίς να τις παίρνουν. Και πως αν οι άνδρες μετά τον γάμο φέρνονταν στις γυναίκες τους όπως την περίοδο του φλερτ, θα είχαμε σίγουρα λιγότερα διαζύγια και περισσότερες χρεοκοπίες. Αν θέλετε την προσωπική μου άποψη, το πρόβλημα με το γάμο είναι ότι ερωτευόμαστε μια προσωπικότητα κι αναγκαζόμαστε να ζήσουμε μ’ έναν χαρακτήρα. Μεγαλώνουμε με το ιδανικό της απόλυτης αγάπης των παραμυθιών, του πρίγκιπα και της βασιλοπούλας, και καλούμαστε να ζήσουμε με κάτι πραγματικό, όπως ο γάμος, κι η σύγχυση ιδανικού με πραγματικό ποτέ δεν μένει ατιμώρητη στη ζωή. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει τελικά πως ο γάμος είναι όπως το εστιατόριο, μόλις σε σερβίρουν, το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να κοιτάξεις τα πιάτα τον άλλων, ακόμα και να τα δοκιμάσεις. Στο τέλος, για να επανέλθουμε στο ίδιο το βιβλίο της Μάρως, και την πίστη της σε τούτο το διαφορετικό, η αλήθεια μοιάζει να ισορροπεί μεταξύ των δυο αντίθετων πόλων δίνοντας στους άνδρες ελαφρυντικά για όσα άτιμα κάνουν,  ακόμα κι αν αξίζουν αυτό το απαξιωτικό… «σιγά, ρε φίλε».

Ζούμε σε μια εποχή δύσκολη, μια εποχή οικονομικής κρίσης. Μια εποχή που η οικογένεια και τα παιδιά θεωρούνται πολυτέλεια και τεκμήριο για τους φωστήρες της οικονομίας. Μια εποχή κι έναν κόσμο που ξόδεψε 1.735 δις δολάρια για πολέμους το 2012, ενώ θα χρειαζόταν μόνο 135 δις δολάρια για να εξαφανιστεί η φτώχεια την ίδια χρονιά. Μια εποχή που βασιλεύουν οι εφήμερες σχέσεις, η επιστροφή στο πατρικό, οι χωρισμοί χωρίς τη βούλα, τα κορνιζαρισμένα πτυχία, οι καριέρες της μετανάστευσης, τα οικονομικά προβλήματα χωρίς τελειωμό, τα ενυπόθηκα δάνεια κάθε είδους, οι πιστώσεις και οι χρεώσεις, τα ισοζύγια και οι προϋπολογισμοί, οι καλοί λογαριασμοί που κάνουν τους καλούς φίλους, ο έρωτας στο παρασκήνιο των προσφορών, η αγάπη στο περιθώριο της ακρίβειας, η δέσμευση στον αστερισμό της αμφισβήτησης, οι ολέθριες συνέπειες του «στα έλεγα» και του «στο είχα πει», η μοναξιά της απομόνωσης, ο φόβος της ήττας, οι εφιάλτες της αποτυχίας, τα «θέλω» που χάσαμε στην πορεία, τα «πρέπει» που φορτωθήκαμε στο δια ταύτα. Κι αν έμεινε ακόμα κάτι αλώβητο στο πέρασμα όλων ετούτων, είναι αυτός ο έρμος ο θεσμός της ίδιας της οικογένειας, που αποτελεί για τον καθένα μας κάτι ξεχωριστό και διαφορετικό, και που απειλείται πλέον βιώνοντας τη δική του υπαρξιακή κρίση ταυτότητας. Μιας σύγχρονης ταυτότητας κι ενός εύθραυστου χαρακτήρα που εμμέσως πλην σαφώς αποτυπώνεται σε τούτο το βιβλίο της Μάρως. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως θύματα ετούτης της ιδιότυπης μάχης των δυο φύλων μέσα στην ίδια την οικογένεια είναι πάντα τα παιδιά.

Κάποτε, ένας εφτάχρονος αναρωτήθηκε και με το δίκιο του άλλωστε: «Ήθελα να ‘ξερα ποιος βάζει τις βιταμίνες στο σπανάκι, στο καρότο και στο ρετσινόλαδο και δεν τις βάζει στα παγωτά, στα πατατάκια και στις καραμέλες». Εγώ, πάλι, από την μεριά μου, ήθελα να ‘ξερα ποιος είναι αυτός που ευλογεί την αγάπη με σταυρούς και θυσίες, με κόπο, πειρασμούς και γκρίνια, φαγούρα, βάσανα, σκοτούρες, αγωνίες, καυγάδες, μιζέρια και άγχος.  Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει, πως το παιδί όταν μπαίνει στο σπίτι σου πρέπει να κάνει τόσο θόρυβο που δύσκολα τον αντέχεις, ξεσπώντας στον άντρα ή τη γυναίκα σου, κι όταν φεύγει θα το αφήνει τόσο σιωπηλό που νομίζεις πως θα τρελαθείς μόνος με τον άντρα ή τη γυναίκα σου. Ποιος είναι αυτός, που επιτρέπει σ’ όλους μας να επιδεικνύουμε με καμάρι τα παιδιά μας ως τα πιο έξυπνα παιδιά του κόσμου και μέχρι την ενηλικίωσή τους να χάνεται από τα περισσότερα όλη αυτή η εξυπνάδα. Ποιος είναι αυτός, που μας βάζει να περνάμε τους δώδεκα πρώτους μήνες των παιδιών μας μαθαίνοντάς τα να περπατάνε και να μιλάνε, και τους επόμενους δώδεκα λέγοντάς τους να κάτσουν κάτω και να «βγάλουν τον σκασμό». Ποιος είναι αυτός που κάνει,  το να φωνάζεις όταν θέλεις τα παιδιά να σε υπακούσουν, να μοιάζει με το κορνάρισμα όταν οδηγείς ή με τους έντονους διαλόγους που ανταλλάσεις με τον σύντροφό σου. Ποιος είναι αυτός, που κάνει τα παιδιά να ακούνε πολύ πιο προσεκτικά όταν δεν απευθύνεσαι σ’ αυτά κι απευθύνεσαι στη γυναίκα ή τον άντρα σου. Ποιος είναι αυτός, που μέσα σε λίγο καιρό, μετατρέπει το παιδί που φοβάται το σκοτάδι σ’ έφηβο που θέλει να μείνει έξω όλη τη νύχτα.  Ποιος είναι αυτός που επιτρέπει να χρειάζονται είκοσι περίπου χρόνια σε μια μάνα να κάνει τον γιο της άντρα, και είκοσι λεπτά σε μια άλλη γυναίκα για να τον αποβλακώσει. Μα ας σταματήσω εδώ, μην με αρχίσετε και με το δίκιο σας, με τα… «σιγά, ρε φίλε!». Πιστέψτε με, όμως, δεν έχω τις απαντήσεις που ψάχνετε! Ίσως, ούτε και η Μάρω.

Θέλει τσαγανό, όμως, για να καταπιαστείς με τέτοιο τρόπο με τόσα πολλά και ευαίσθητα θέματα όπως αυτά που καταπιάνεται στο βιβλίο της η Μάρω Λεονάρδου,και να βγεις μάλιστα αλώβητος από ευτελείς χαρακτηρισμούς και εύκολες ταμπέλες. Θέλει τσαγανό να μετατρέπεις ένα τηλεοπτικό σαρδάμ, που ίσως σου κόστισε επαγγελματικά, σε συγγραφικό επιχείρημα μέσα σ’ ένα τέτοιο βιβλίο. Θέλει τσαγανό, αγαπητοί φίλοι και φίλες, αλλά ίσως αξίζει, να έχεις την τόλμη, αυτό το… «σιγά, ρε φίλε!» να το εξαπολύεις που και που και στον καθρέπτη.

Αγαπητή Μάρω, να είναι καλοτάξιδο το νέο σου βιβλίο.

Σας ευχαριστώ.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο "Σκαλιστής" ταξιδεύει στην Αθήνα

Ο Γιώργος Κορωνάκης για τον "Κανόνα της ορθής γωνίας"

Η ποιήτρια Έφη Μαχιμάρη για "Το Σταυροδρόμι των Ηρώων"